Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Kείμενο - εισήγηση απο την 5η Συνάντηση Κύκλου Ανοικτών Μαθημάτων

Διαβάστε το κείμενο - εισήγηση απο την 5η Συνάντηση Κύκλου Ανοικτών Μαθημάτων για την Πολιτική Φιλοσοφία με θέμα: Όψεις της επιστημονικής μεθοδολογίας στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ" με εισηγήτη τον Κώστα Στεργιόπουλου (διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).



Η εργασιακή δύναμη ως εμπόρευμα στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ
του Kώστα Στεργιόπουλου (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέσεις» στο Τεύχος 60, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1997)
1. Οι δύο όψεις του εμπορεύματος: αξία χρήσης και αξία
Το εμπόρευμα, ως αφετηριακό αντικείμενο της μαρξικής ανάλυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, συμπυκνώνει ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά.
Η ποιοτική πλευρά ενός εμπορεύματος εμφανίζεται στην ειδική ωφελιμότητά του για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και αποδίδεται ως αξία χρήσης, ενώ η ποσοτική του πλευρά εμφανίζεται στην αναλογία με την οποία αυτό ανταλλάσσεται με άλλα εμπορεύματα και αποδίδεται ως ανταλλακτική αξία. «Σαν αξίες χρήση τα εμπορεύματα διαφέρουν πρώτα απ' όλα στην ποιότητα, σαν ανταλλακτικές αξίες μπορούν να διαφέρουν μονάχα στην ποσότητα» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, μτφ. Π. Μαυρομάτη, Σύγχρονη Εποχή, 1996 τόμος πρώτος, σελ. 52). 
Αυτή, ωστόσο, δεν είναι η μόνη διαφορά μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας. Η πρώτη ενυπάρχει ως μόνιμο χαρακτηριστικό των προϊόντων του ανθρώπου σε κάθε ιστορική περίοδο, ενώ η δεύτερη είναι χαρακτηριστική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ή της μεθοδολογικής προσέγγισής του, από τον Μαρξ, ως γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής: «Οι αξίες χρήσης αποτελούν το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Στην κοινωνική μορφή, που έχουμε να εξετάσουμε, οι αξίες χρήσης είναι ταυτόχρονα οι υλικοί φορείς της ανταλλακτικής αξίας» (ό.π. σελ. 50).
 Αν, όμως, η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ιστορίας, τότε θα πρέπει να αποτελεί μορφή εμφάνισης κάποιας γενικότερης κοινής ιδιότητας. Πράγματι, η ανταλλακτική αξία είναι «ο αναγκαίος τρόπος έκφρασης ή η αναγκαία μορφή εμφάνισης της αξίας... Μια αξία χρήσης ή ένα αγαθό έχει αξία μόνο γιατί μέσα σ' αυτό έχει αντικειμενοποιηθεί ή υλοποιηθεί αφηρημένη ανθρώπινη εργασία» (ό.π., σελ. 52). Αν λοιπόν παραβλέψουμε την αξία χρήσης των εμπορευμάτων, αυτό που απομένει ως κοινό ομοειδές συστατικό, στο οποίο μπορούν να αναχθούν οι αξίες (και οι ανταλλακτικές αξίες ως προσίδιες στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής μορφές εμφάνισης των αξιών), είναι πως αποτελούν προϊόντα εργασίας. Η εργασία, όμως, αυτή δεν είναι η συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία του ξυλουργού ή του οικοδόμου, αφού αυτή αντιστοιχεί στην αξία χρήσης, αλλά αφηρημένης εργασία, δηλ. «ένα απλό πήγμα αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας». Έτσι λοιπόν ο διπλός χαρακτήρας των εμπορευμάτων δεν οφείλεται στη δική τους αυτόνομη ιδιοσυστασία αλλά προέρχεται κατευθείαν από τον διφυή χαρακτήρα της εργασίας, που απεκάλυψε ο Μαρξ: «Κάθε εργασία είναι από τη μια ξόδεμα ανθρώπινη εργατικής δύναμης με τη φυσιολογικής έννοια, και μ' αυτή την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι από την άλλη ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένα σκόπιμη μορφή, και με την ιδιότητα αυτή της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας παράγει αξίες χρήσης» (ό.π., σελ. 60).
Εφ' όσον η αξία ενός εμπορεύματος οφείλεται στην αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που έχει αντικεμενοποιηθεί μέσα σ' αυτό, το μέγεθος της αξίας μπορεί να μετρηθεί με το ποσό της εργασίας που περιέχεται σ' αυτό το εμπόρευμα. Μέτρο του ποσού της εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος δεν καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτεί η παραγωγή του από έναν συγκεκριμένο εργάτη αλλά από «το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος» για την παραγωγή του εμπορεύματος, έτσι ώστε ο χρόνος αυτός αφενός να αντιστοιχεί στον μέσο (κοινωνικά) βαθμό επιδεξιότητας και εντατικότητας της εργασίας και αφετέρου να εναρμονίζεται με τους "κοινωνικά-κανονικούς όρους παραγωγής".
2. Πώς μετατρέπεται το χρήμα σε κεφάλαιο;
Η ανταλλαγή εμπορευμάτων μέσω χρήματος μπορεί να πάρει δύο μορφές κυκλοφορίας. Στην πρώτη, ο κύκλος: Εμπόρευμα - Χρήμα - Εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε), αρχίζει με την πώληση ενός εμπορεύματος και καταλήγει με την αγορά ενός άλλου εμπορεύματος. Σ' αυτή τη μορφή κυκλοφορίας, που είναι χαρακτηριστική στην απλή εμπορευματική παραγωγή, ο εμπορευματοπαραγωγός πουλάει το εμπόρευμα Α (που έχει παραγάγει ο ίδιος): ΕΑ-Χ, έτσι ώστε στη δεύτερη φάση να αγοράσει το εμπόρευμα Β: Χ-ΕΒ. Ο σκοπός αυτού του κύκλου είναι «η κατανάλωση, η ικανοποίηση αναγκών, με δυο λόγια η αξία χρήσης». Τα δύο άκρα του κύκλου Ε-Χ-Ε έχουν ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης παρόλο που έχουν το ίδιο μέγεθος αξίας. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτού του κύκλου, «το περιεχόμενο της κίνησης το αποτελεί η ανταλλαγή προϊόντων, η ανταλλαγή διαφορετικών υλικών πραγμάτων που εκφράζουν την κοινωνική εργασία» (ό.π., σελ. 162).
Η δεύτερη μορφή κυκλοφορίας, που περιγράφεται από τον κύκλο: Χ-Ε-Χ, «με την πρώτη ματιά φαίνεται σαν να μην έχει περιεχόμενο, γιατί αποτελεί μια ταυτολογία. Και τα δύο άκρα έχουν την ίδια οικονομική μορφή. Είναι και τα δύο χρήμα, δηλαδή δεν πρόκειται για ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης» (ό.π., σελ. 162). Ωστόσο, αν πρόκειται να έχει νόημα η πραγματοποίηση αυτής της ανταλλαγής αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν τα δύο άκρα του κύκλου είναι διαφορετικά. Εφ' όσον, όπως είδαμε, τα άκρα του κύκλου Χ-Ε-Χ είναι όμοια από την άποψη της ποιότητας, δεν απομένει παρά να διαφέρουν ποσοτικά και επιπλέον η ποσότητα του χρήματος στο τελευταίο άκρο του κύκλου πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του πρώτου άκρου γιατί διαφορετικά η κυκλοφορία αυτή θα ήταν άσκοπη ή και επιζήμια για τον κάτοχο  του αρχικού χρήματος. «Επομένως, η ολοκληρωμένη μορφή αυτού του προτσές είναι Χ-Ε-Χ΄ όπου Χ΄= Χ+ΔΧ, δηλαδή ίσο με το χρηματικό ποσό που αρχικά προκαταβλήθηκε συν μια προσαύξηση. Αυτή την προσαύξηση ή αυτό το περίσσευμα πάνω από την αρχική αξία, το ονομάζω: υπεραξία. Έτσι, η αξία που προκαταβλήθηκε αρχικά όχι μόνο διατηρείται στην κυκλοφορία, αλλά μέσα σ' αυτήν αλλάζει το μέγεθός της, προσθέτει στον εαυτό της μια υπεραξία, ή αξιοποιείται. Και αυτή η κίνηση τη μετατρέπει σε κεφάλαιο» (ό.π., σελ. 163).
Αν, πράγματι, η δημιουργία υπεραξίας είναι η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής μορφής κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ΄, τότε πώς δημιουργείται αυτή η υπεραξία, ή με άλλα λόγια πώς δημιουργείται το κεφάλαιο; «Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να εξηγηθεί με βάση τους εσώτερους νόμους της ανταλλαγής εμπορευμάτων, έτσι που σαν αφετηρία να χρησιμεύει η ανταλλαγή ισοδυνάμων. Ο κάτοχός μας χρήματος που υπάρχει ακόμα μόνο σαν καπιταλιστής-κάμπια είναι υποχρεωμένος ν' αγοράζει τα εμπορεύματα στην αξία τους, να τα πουλάει στην αξία τους και όμως στο τέλος του προτσές να βγάζει περισσότερο χρήμα από το χρήμα που έριξε σ' αυτό» (ό.π., σελ. 178). [1]
Ένα ιδιόμορφο εμπόρευμα: η εργασιακή δύναμη 
Προκειμένου να εντοπίσει σε ποιο στάδιο της κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ΄ συντελείται η αλλαγή της αξίας του χρήματος που πρόκειται να μετατραπεί σε κεφάλαιο, ο Μαρξ κατ' αρχήν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει γίνει αυτή η αλλαγή μέσα στο ίδιο το χρήμα, αφού το χρήμα σαν μέσο αγοράς πραγματοποιεί μονάχα την τιμή του εμπορεύματος, «ενώ όταν παγώνει στη δική του μορφή μετατρέπεται σε απολίθωμα ενός αξιακού μεγέθους που μένει πάντα το ίδιο». Επίσης, αποκλείει το ενδεχόμενο η αλλαγή της αξίας του χρήματος να οφείλεται στη δεύτερη πράξη της κυκλοφορίας, δηλαδή στην ξαναπώληση του εμπορεύματος αφού σ' αυτήν το εμπόρευμα από τη φυσική του μορφή μετατρέπεται πάλι στη χρηματική μορφή. Έτσι λοιπόν η αλλαγή πρέπει αναγκαστικά «να συντελείται στο εμπόρευμα που αγοράζεται στην πρώτη πράξη Χ-Ε, όχι όμως στην αξία του, γιατί ανταλλάσσονται ισοδύναμα και το εμπόρευμα πληρώνεται στην αξία του. Ώστε η αλλαγή μπορεί να πηγάζει μόνο από την αξία του χρήσης σαν τέτοια, δηλ. από την κατανάλωσή του. Για να μπορεί όμως ο κάτοχός μας χρήματος να βγάζει αξία από την κατανάλωση έπρεπε να ΄ναι τόσο τυχερός ώστε ν' ανακαλύψει μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας, στην αγορά, ένα εμπόρευμα που η ίδια η αξία του χρήσης να ΄χει την ιδιόμορφη ιδιότητα να ΄ναι πηγή αξίας, που η ίδια η πραγματική του κατανάλωση να ΄ναι λοιπόν αντικειμενοποίηση της εργασίας κι επομένως προτσές δημιουργίας αξίας. Και ο κάτοχος του χρήματος βρίσκει στην αγορά ένα  τέτοιο ειδικό εμπόρευμα -την ικανότητα για εργασία, δηλ. την εργατική δύναμη. Όταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης» [2] (ό.π., σελ. 179).
Αν όμως δεχθούμε πως, πράγματι, η αλλαγή στο μέγεθος της αξίας του χρήματος δεν συντελείται μέσα στο ίδιο το χρήμα, τότε είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε πως η μυστηριώδης αυτή αλλαγή πρέπει να συντελείται μέσα στο ίδιο το εμπόρευμα Ε και όχι στη φάση της αγοράς Χ-Ε, όπως φαίνεται υποστηρίζει ο Μαρξ. Βέβαια θα μπορούσε εδώ να διατυπωθεί ο ισχυρισμός πως ο Μαρξ με την φράση «η αλλαγή πρέπει να συντελείται στο εμπόρευμα που αγοράζεται στην πρώτη πράξη Χ-Ε» εννοεί το εμπόρευμα και όχι τη φάση της Χ-Ε της αγοράς του. Αν ωστόσο υποθέσουμε πως πράγματι αυτή είναι η θέση του Μαρξ τότε η θέση αυτή υπονομεύεται από το γεγονός πως από τη μια ο Μαρξ ρητά υποδεικνύει ως εστία αλλαγής το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη, αφού αυτό είναι το «το εμπόρευμα που αγοράζεται στην πρώτη πράξη Χ-Ε», και από την άλλη αναγκάζεται να καταφύγει στην αξία χρήσης αυτού του εμπορεύματος, δηλ. στην πλευρά του εμπορεύματος που σχετίζεται μόνο με τη δεύτερη πράξη Ε-Χ, η οποία όμως προηγουμένως έχει αποκλεισθεί καθόσον «η αλλαγή δεν μπορεί να πηγάζει από τη δεύτερη πράξη της κυκλοφορίας». Σε κάθε περίπτωση πάντως, και ανεξάρτητα από την ερμηνευτική εκδοχή που υιοθετεί κάποιος, το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη είναι ριζικά και εγγενώς ιδιόμορφο και είναι ακριβώς αυτή η ιδιομορφία που προσπαθεί να αναδείξει και κατόπιν να εξιχνιάσει με την ανάλυσή του ο Μαρξ.
Για να προσδιορίσουμε την "πηγή" παραγωγής της υπεραξίας θα μπορούσαμε, αναπτύσσοντας το σχήμα Χ-Ε-Χ΄, να προτείνουμε ένα τροποποιημένο σύνθετο κύκλο Χ-Ε1–> Ε2-Χ΄, όπου Ε1 είναι η εργασιακή δύναμη και Ε2 = Ε1+ ΔΕ είναι η αντικειμενοποιημένη εργασία  που  προέκυψε   από την παραγωγική κατανάλωση  Ε1–>Ε2της αξίας χρήσης του εμπορεύματος Ε1,προσδίδοντάς του μια πρόσθετη αξία, δηλ. την υπεραξία ΔΕ. Η αναγκαιότητα αυτού του μετασχηματισμού εξηγείται από το γεγονός ότι ο κάτοχος χρήματος στην πραγματικότητα αγοράζει το εμπόρευμα Ε1: Χ-Ε1και πουλάει το εμπόρευμα Ε2: Ε2- Χ΄. Εξάλλου, με τον τύπο αυτό ο κύκλος αποτελείται από δύο ανταλλαγές ισοδυνάμων Χ-Ε1 και Ε2-Χ΄, κάτι που φαίνεται από πρώτη ματιά να παραβιάζεται στον κύκλο Χ-Ε-Χ΄ αφού, σε μία τουλάχιστον από τις δύο φάσεις την Χ-Ε ή την Ε-Χ΄ πρέπει να εμφανισθεί μια πρόσθετη ποσότητα αξίας, είτε εμπορεύματος στην πρώτη φάση, είτε χρήματος στη δεύτερη.
Αλλά η ουσιαστική χρησιμότητα αυτού του μετασχηματισμένου "γενικού τύπου του Κεφαλαίου" δεν μπορεί να ελεγχθεί παρά μόνον από το κατά πόσο διευκολύνει την οριστική λύση του προβλήματος που εκκρεμεί: πού και πώς παράγεται η υπεραξία. Πράγματι, ο τύπος Χ-Ε1->Ε2-Χ΄ αποκαθιστώντας την ισοδυναμία των ανταλλαγών Χ-Ε1και Ε2 -Χ΄ στα άκρα του κύκλου, αποκλείοντας δηλαδή τη δυνατότητα αυτών των ανταλλαγών στη δημιουργία της υπεραξίας, απομονώνει, ως μόνη υποψήφια περιοχή ανάδυσης της υπεραξίας, τη "διεργασία" Ε1->Ε2. Αλλά ο  "τόπος" όπου λαμβάνει χώρα αυτή η διεργασία δεν είναι άλλος από την παραγωγή: η παραγωγική κατανάλωση του εμπορεύματος Ε1 δημιουργεί το προσαυξημένο εμπόρευμα Ε2.
 Πώς, όμως, καθορίζεται η αξία αυτού του ιδιόμορφου εμπορεύματος; «Όπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης [δηλαδή η αξία του Ε1] καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους. Σαν αξία, η ίδια η εργατική δύναμη αντιπροσωπεύει μόνο ένα καθορισμένο ποσό αντικειμενοποιημένης σ' αυτήν κοινωνικής μέσης εργασίας». (ό.π., σελ. 183). Έτσι η αξία της εργασιακής δύναμης συντίθεται από τις αξίες των μέσων συντήρησης που επαρκούν για να διατηρείται το εργαζόμενο άτομο και να αναπαράγεται ως τέτοιο, στην κοινωνικά αποδεκτή φυσιολογική κατάσταση ζωής. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η τιμή του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη ενέχουν και ηθικό περιεχόμενο και πως εν τέλει διαμορφώνονται και εξελίσσονται ιστορικά, καθόσον εξαρτώνται αποφασιστικά από τον συσχετισμό δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία.
Από την άλλη πλευρά, από τη στιγμή που ο εργάτης θα πουλήσει το εμπόρευμά του στον κάτοχο χρήματος, «η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης, η ίδια η εργασία, δεν ανήκει στον πωλητής της, όπως η αξία χρήσης του πουλημένου λαδιού δεν ανήκει στον λαδέμπορο. Ο κάτοχος χρήματος πλήρωσε την ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης, γι' αυτό του ανήκει η χρήση της στο διάστημα της ημέρας, η εργασία μιας ολόκληρης ημέρας [δηλ. του κανονικού χρόνου εργασίας στη διάρκεια μιας μέρας]» (ό.π., σελ. 206). Έτσι λοιπόν αυτό το "ειδικό εμπόρευμα" εγκαταλείπει τη σφαίρα της κυκλοφορίας ως εργασιακή δύναμη με αξία Ε1και επιτρέπει να εμφανίζεται στη σφαίρα κυκλοφορίας η αντικειμενοποιημένη εργασία με αξία Ε2 = Ε1+ ΔΕ,  ή με άλλα λόγια μπαίνει στην παραγωγή η αξία Ε1και βγαίνει η αξία Ε2 = Ε1+ ΔΕ. Η διαφορά τους  ΔΕ= Ε2- Ε1είναι ακριβώς η υπεραξία που καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης. Ωστόσο, αυτή η απόσπαση υπεραξίας δεν προέκυψε από την εξαπάτηση του εργάτη από τον κάτοχο χρήματος, αφού ο δεύτερος αγόρασε το εμπόρευμα του πρώτου στην αξία του. Η απόσπαση υπεραξίας δεν οφείλεται στην «αδικία» σε βάρος του πωλητή, αλλά πηγάζει ως εγγενές και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της λειτουργίας του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, με άλλα λόγια είναι συνυφασμένη με τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργασίας. Έτσι ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργασίας είναι αναγκαίος όρος για την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. «Αυτό που χαρακτηρίζει την κεφαλαιοκρατική εποχή είναι ότι η εργατική δύναμη αποχτάει για τον ίδιο τον εργάτη τη μορφή εμπορεύματος που του ανήκει, και η εργασία του αποχτάει επομένως τη μορφή της μισθωτής εργασίας. Από την άλλη μεριά μόνο απ' αυτή τη στιγμή γενικεύεται η εμπορευματική μορφή των προϊόντων εργασίας» (ό.π., σελ. 183).
Αν, πράγματι, ο μετασχηματισμένος "γενικός τύπος του κεφαλαίου" που προτείνουμε ενισχύει την αναλυτική ικανότητα της μαρξιστικής έρευνας, είναι επίσης γεγονός πως μοιάζει να συγκρούεται με  τον ισχυρισμό του Μαρξ πως η μετατροπή του χρήματος σε κεφαλαίο συντελείται και μέσα και έξω από τη σφαίρα κυκλοφορίας, αφού, όπως υποστηρίζουμε, η μετατροπή αυτή γίνεται μέσα στην παραγωγή με την παραγωγική κατανάλωση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Ωστόσο, αυτό που ο Μαρξ θέλει να τονίσει είναι η ενότητα της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας, το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι «παραγωγή αγαθών», αλλά παραγωγή εμπορευμάτων, που η αξία τους πραγματοποιείται μόνο τη στιγμή που ανταλλάσσονται (με χρήμα) στην αγορά. Έτσι, όταν ο Μαρξ εξετάζει αν η υπεραξία προέρχεται από πουθενά αλλού εκτός από την κυκλοφορία, αυτό το κάνει αρχικά στη βάση ενός μοντέλου καθαρής απλής εμπορευματικής παραγωγής (ό.π., σελ. 178), οπότε έχει εκ των προτέρων αποκλείσει τη δυνατότητα να πάρει η εργασία τη μορφή εμπορεύματος ως εργασιακή δύναμη, άρα έχει αποκλείσει και τη δυνατότητα παραγωγής κεφαλαίου. Ίσως εδώ ο Μαρξ, για καθαρά μεθοδολογικούς λόγους, υπερτονίζει τις αντιφάσεις που δημιουργούνται όταν η ανάλυση μένει στη «θορυβώδη σφαίρα που βρίσκεται στην επιφάνεια και είναι προσιτή σε όλα τα μάτια», δηλ. στη σφαίρα της κυκλοφορίας ώστε έτσι να καταδείξει την αναγκαιότητα να συνεχισθεί η ανάλυση «στον απόκρυφο τόπο παραγωγής».
4. Η αξία της εργασιακής δύναμης και ο μισθός εργασίας 
Αν η ανάλυση του εμπορεύματος "εργασιακή δύναμη" με όρους αξίας αρκεί να αναδείξει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα αυτού του εμπορεύματος, η προσπάθεια μετατροπής του σε μισθό φέρνει πλέον στην επιφάνεια όλο το πλέγμα των προβλημάτων και των δυσκολιών που είχαν φέρει σε αδιέξοδο την κλασική σχολή, όταν αυτή προσπάθησε να ξεδιαλύνει το μυστήριο της εργασίας.
Η αυθόρμητη αντίληψη που δημιουργείται στην αστική κοινωνία είναι πως ο μισθός του εργάτη είναι το χρηματικό ισοδύναμο της αξίας της εργασίας που αυτός παρέχει. Όμως αυτό που πουλάει ο εργάτης είναι η εργασιακή του δύναμη, δηλ. η δυνατότητά του για εργασία, και όχι η ίδια η εργασία του. Αν υποθέσουμε πως αυτό που πληρώνεται με τον μισθό είναι πράγματι η ζωντανή εργασία του εργάτη, τότε, είτε θα πληρώνεται όλη η εργασία του, οπότε καταλήγουμε σε άτοπο, αφού χωρίς παραγωγή υπεραξίας καταρρέει η ίδια η κεφαλαιοκρατικής παραγωγή και κατά συνέπεια καταργείται η μισθωτή εργασία που αρχικά υποθέσαμε, είτε πληρώνεται ένα μέρος μόνο της εργασίας του εργάτη, οπότε όμως τώρα καταργείται ο νόμος της αξίας, αφού έτσι ακυρώνεται η ανταλλαγή ισοδυνάμων. Εφόσον λοιπόν, δεχθούμε ότι το εμπόρευμα που πουλάει ο εργάτης είναι η εργασία του, τότε ο νόμος της αξίας και η ύπαρξη κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αντιφάσκουν ριζικά μεταξύ τους. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος βαθύτερος λόγος για τον οποίο η εργασία δεν μπορεί να αποτελεί εμπόρευμα, αφού τότε θα έπρεπε η αξία της --όπως συμβαίνει με κάθε εμπόρευμα-- να είναι ίση με τη μέση κοινωνική εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του εμπορεύματος-εργασία, δηλαδή η εργασία 12 ωρών θα είχε αξία ίση με εργασία 12 ωρών, «πράγμα που αποτελεί μια άνοστη ταυτολογία», δηλωτική της αδυναμίας να αποκτήσει σταθερή βάση ο ορισμός της αξίας της εργασίας.
«Η κλασική πολιτική οικονομία δανείστηκε από την καθημερινή ζωή εντελώς άκριτα την κατηγορία "τιμή της εργασίας", για να θέσει ύστερα το ερώτημα, πώς καθορίζεται η τιμή» (ό.π., σελ. 555). Η τιμή γύρω από την οποία κυμαίνονται οι ποικίλες τιμές εργασίας στην αγορά εργασία είναι η "φυσική τιμή" στον Άνταμ Σμιθ ή "η αναγκαία τιμή" στους φυσιοκράτες. Με δεδομένη αυτή την τιμή, για να ορίσει την αξία της εργασίας, η κλασική σχολή, στην προσπάθειά της να αποφύγει το φαύλο κύκλο ορισμού της αξίας δια του εαυτού της, περιέγραψε την αξία της εργασίας ως το σύνολο των δαπανών αναπαραγωγής του εργάτη. Έτσι, παρ' όλο που είχε φθάσει τόσο κοντά στη λύση του προβλήματος, δεν ανακαλύψαμε ποτέ ότι «η πορεία της ανάλυσης είχε οδηγήσει όχι μόνο από τις τιμές αγοράς της εργασίας στη δήθεν αξία της εργασίας, μα στο ν' αναχθεί παραπέρα αυτή η ίδια η αξία της εργασίας στην αξία της εργατικής δύναμης» (ό.π., σελ. 555).
Αυτό που η κλασική σχολή ονομάζει αξία της εργασίας είναι στην πραγματικότητα η αξία της εργασιακής δύναμης, και είναι τόσο διαφορετική η εργασιακή δύναμη από τη λειτουργία της, την εργασία, όσο διαφορετική είναι μια μηχανή από τις λειτουργίες της. Στη ρίζα όλων αυτών των προβληματικών εκφράσεων για την αξία της εργασίας βρίσκεται η ιδιομορφία του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Η εργασία, όταν πάρει τη μορφή εμπορεύματος, δηλ. ως εργασιακή δύναμη, διαφέρει από τα συνηθισμένα εμπορεύματα γιατί πουλιέται στην αγορά πριν καν πραγματωθεί και αντικειμενοποιηθεί ως εργασία. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Μαρξ, «αυτό που στην αγορά των εμπορευμάτων αντιπαραθέτεται άμεσα στον κάτοχο χρήματος δεν είναι στην πραγματικότητα η εργασία, αλλά ο εργάτης. Αυτό που πουλάει ο εργάτης είναι η εργατική του δύναμη. Από τη στιγμή που αρχίζει η εργασία του, έχει παύσει κιόλας να του ανήκει, και επομένως δεν μπορεί πια να την πουλήσει. Η εργασία είναι η ουσία και το ενυπάρχον μέτρο των αξιών, η ίδια όμως δεν έχει αξία» (ό.π., σελ. 554). Η ιδιομορφία λοιπόν του εμπορεύματος που πουλάει ο εργάτης, δηλ. της μορφής εμφάνισης της εργασίας στον καπιταλισμό, έγκειται στη διαφορά μεταξύ της ανταλλακτικής της αξίας (που καρπώνεται ο εργάτης) και της αξίας χρήσης της (που καρπώνεται ο καπιταλιστής).
Η ανάλυση του Μαρξ, έχοντας ως αφετηρία τον "μισθό της εργασίας" οδήγησε στη λύση του προβλήματος "ποια είναι η αξία της εργασίας;", με την ανακάλυψη του ιδιόμορφου εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, η λύση αυτή παραμένει μερική ή ημιτελής ενόσω εκκρεμεί η αντίστροφη πορεία κατάδειξης  "του μισθού εργασίας" ως αυθόρμητηςαλλά και αναγκαίαςμορφής με την οποία εμφανίζεται «στην επιφάνεια της αστικής κοινωνίας» η ανταλλαγή και η χρήση αυτού του ιδιόμορφου εμπορεύματος. Το πρόβλημα που αναλαμβάνει τώρα να επιλύσει ο Μαρξ είναι: «πώς η αξία και οι τιμές της εργατικής δύναμης εκφράζονται σαν μισθός εργασίας;».
«Ας υποθέσουμε ότι η συνηθισμένη εργάσιμη ημέρα βαστάει 12 ώρες και ότι η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης είναι 3 σελίνια, δηλ. η χρηματική έκφραση μιας αξίας, που αντιπροσωπεύει 6 ώρες εργασίας. Αν ο εργάτης πάρει 3 σελίνια, παίρνει την αξία της εργατικής δύναμής που λειτουργεί 12 ώρες. Αν τώρα η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης εκφραστεί σαν αξία της ημερήσιας εργασίας, προκύπτει ο τύπος: Η δωδεκάωρη εργασία έχει αξία 3 σελίνια. Έτσι η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζει την αξία της εργασίας ή, για να το εκφράσουμε αυτό σε χρήμα, την αναγκαία τιμή.
«Επειδή η αξία της εργασίας είναι μια άλογη έκφραση για την αξία της εργατικής δύναμης, προκύπτει από μόνο του ότι η αξία της εργασίας πρέπει πάντα να είναι μικρότερη από τη νέα αξία που παράγει, γιατί ο κεφαλαιοκράτης βάζει πάντα την εργατική δύναμη να λειτουργεί περισσότερο χρόνο από το χρόνο που απαιτείται για την αναπαραγωγή της δικής της αξίας. Στο πιο πάνω παράδειγμα η αξία της εργατικής δύναμης που λειτουργεί 12 ώρες είναι 3 σελίνια, δηλ. μια αξία που χρειάζεται 6 ώρες για να την αναπαραγάγει. Αντίθετα η νέα αξία που παράγει η εργατική δύναμη είναι 6 σελίνια, γιατί στην πραγματικότητα λειτουργεί 12 ώρες και η νέα αξία που παράγει δεν εξαρτιέται από τη δική της αξία, αλλά από τη διάρκεια λειτουργίας της. Έτσι καταλήγουμε στο από πρώτη ματιά ανούσιο αποτέλεσμα ότι η εργασία, που δημιουργεί αξία 6 σελινιών, αξίζει 3 σελίνια.
«Παραπέρα βλέπουμε ότι η αξία των 3 σελινιών, που εκφράζουν το πληρωμένο μέρος της εργάσιμης ημέρας, δηλαδή μια εξάωρη εργασία, εμφανίζεται σαν αξία ή τιμή της συνολικής εργάσιμης ημέρας των 12 ωρών, που περιέχει 6 απλήρωτες ώρες. Επομένως η μορφή του μισθού της εργασίας σβήνει κάθε ίχνος του χωρισμού της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία, σε πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Όλη η εργασία παρουσιάζεται σαν πληρωμένη εργασία.[Η υπογράμμιση δική μου -- Κ.Σ.]» (ό.π., σελ. 556).

Μια παρόμοια περίπτωση απόκρυψης της πραγματικής σχέσης πληρωμένης και απλήρωτης εργασίας επισημαίνει ο Μαρξ στη μορφή με την οποία εμφανίζεται η εργασία των δούλων, όπου ολόκληρη η εργάσιμη ημέρα παρουσιάζεται ως απλήρωτη εργασία, δηλ. ως εργασία που την ιδιοποιείται όλη ο δουλοκτήτης, αποκρύβοντας έτσι το μέρος εκείνος της εργάσιμης ημέρας στη διάρκεια του οποίου ο δούλος αναπληρώνει την αξία των μέσων συντήρησής του που του διαθέτει ο δουλοκτήτης. Όπως  «η χρηματική σχέση κρύβει την απλήρωτη εργασία του μισθωτού εργάτη» έτσι και  «η σχέση ιδιοκτησίας κρύβει την εργασία που κάνει ο δούλος για τον εαυτό του».
Έτσι λοιπόν, η μορφή εμφάνισης της εργασίας στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ως μισθωτής, ή ειδικότερα της αξίας της εργασιακής δύναμης ως μισθού εργασίας «κάνει αόρατη την πραγματική σχέση και την παρουσιάζει ακριβώς με αντίθετη όψη». Αποτέλεσμα αυτής της ανεστραμμένης εμφάνισης είναι οι ισχυρές νομικοϊδεολογικές αντιλήψεις περί ισότητας, ελευθερίαςκαι δικαιοσύνηςπου αυθόρμητα παράγονται και εμπεδώνονται στη συνείδηση του εργάτη αλλά και του κεφαλαιοκράτη. Ωστόσο, από το γεγονός ότι οι μορφές εμφάνισης συγκαλύπτουν τις πραγματικές σχέσεις δεν θα πρέπει να συναχθεί πως οι έννοιες αυτές (π.χ. της ελευθερίας) είναι κενές ή κίβδηλες περιεχόμενου, εν αντιθέσει προς το γνήσιο περιεχόμενο που πρόκειται να αποκτήσουν στον κομουνισμό. Αντίθετα, η έννοια, για παράδειγμα, της ελευθερίας στον καπιταλισμό εμπεριέχει ένα πραγματικό περιεχόμενο που είναι, όμως, ειδικό και συμβατό με αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Πράγματι, ο κεφαλαιοκράτης τρόπος παραγωγής προϋποθέτει και διασφαλίζει την ελευθερία του εργάτη ως όρο ύπαρξης του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η ελευθερία, όμως, αυτή έχει δύο όψεις: ο εργάτης από τη μια είναι ελεύθερος (από σχέσεις άμεσης υποταγής) ώστε να μπορεί να διαθέτει στην αγορά την εργασιακή του δύναμη ως εμπόρευμα, και από την άλλη είναι τόσο ελεύθερος (από σχέσεις κατοχής μέσων παραγωγής), που δεν έχει τίποτε άλλο να πουλήσει παρά μόνο την εργασιακή του δύναμη.
Επί πλέον, στο σημείο αυτό έχει σημασία να επισημανθεί πως, κατά τον Μαρξ, δεν είναι ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης που εφευρίσκει και αποτυπώνει στις συνειδήσεις των εργατών μια "ψευδή αντίληψη" με σκοπό να τους παραπλανήσει. Μια τέτοια ευρέως διαδομένη ακόμη και στις μέρες μας άποψη υποστηρίζει, για παράδειγμα, πως η αστική τάξη προσπαθεί να κρατάει αμόρφωτο τον εργαζόμενο, εμποδίζοντας την πρόσβασή του στο περιφύλακτο εκείνο σώμα  των γνώσεων που θα του αποκάλυπταν δια μιας το μυστικό της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Αντίθετα, για τον Μαρξ, η ανεστραμμένη μορφή εμφάνισης της αξίας της εργασιακής δύναμης και του μισθού ως "αξίας της εργασίας" και "τιμής της εργασίας" αντίστοιχα είναι μια αυθόρμητη αντίληψη που επιβάλλει ο τρόπος παραγωγής, με αναγκαιότητα, στον εργάτη και στον κεφαλαιοκράτη. Έτσι, από τη μια, ο εργάτης, που μέσω μιας δωδεκάωρης εργασίας αποκτά το δικαίωμα να πληρωθεί την αξία του προϊόντος μιας εξάωρης εργασίας, δηλ. τα 3 σελίνια, αντιλαμβάνεται πως η «η δωδεκάωρη εργασία είναι γι' αυτόν το μέσο αγοράς των τριών σελινιών». Από την άλλη, ο κεφαλαιοκράτης νομίζει πως υπάρχει πράγματι μια "φυσική τιμή της εργασίας", αλλά αυτός, με την ιδιαίτερη ικανότητά του, καταφέρνει να αγοράζει την  "εργασία" κάτω από την αξία της, όπως εξάλλου καταφέρνει να πουλάει τα εμπορεύματα που παράγει πάνω από την αξία τους, ώστε με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίζει το κέρδος του. Αδυνατεί, όμως, να αντιληφθεί πως αν υπήρχε κάτι όπως η "φυσική αξία της εργασίας", τότε δεν θα μπορούσε να μετατρέπει το χρήμα του σε κεφάλαιο --ούτε καν θα μπορούσε να  υπάρξει εν γένει κεφάλαιο-- αφού, το πιθανό κέρδος που θα προέκυπτε από μια αγορά κάτω από την αξία ή από μια πώληση πάνω από την αξία θα αντισταθμιζόταν από μια εξίσου πιθανή ζημιογόνο ανταλλαγή.
Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση των μορφών εμφάνισης «όπως είναι αξία και η τιμή της εργασίας ή ο μισθός της εργασίας, σε διάκριση από την ουσιαστική σχέση που εκφράζουν, από την αξία και την τιμή της εργατικής δύναμης, ισχύει το ίδιο που ισχύει για όλες τις μορφές εμφάνισης και το κρυμμένο τους φόντο. Οι πρώτες αναπαράγονται άμεσα με αυθόρμητο τρόπο σαν μορφές σκέψης της καθημερινής ζωής, το δεύτερο πρέπει πρώτα να το ανακαλύψει η επιστήμη. Η κλασική πολιτική οικονομία πλησιάζει πολύ κοντά στην αληθινή κατάσταση των πραγμάτων, χωρίς ωστόσο να τη διατυπώνει συνειδητά. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό, όσο δεν βγαίνει από το αστικό της καβούκι» (ό.π., σελ. 559). Επιπλέον, αυτές οι μορφές εμφάνισης και οι απορρέουσες απ' αυτές «φανταστικές εκφράσεις πηγάζουν από τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής. Είναι κατηγορίες μορφών εμφάνισης ουσιαστικών σχέσεων. Ότι στην εμφάνισή τους τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα, είναι γνωστό σ' όλες σχεδόν τις επιστήμες, εκτός από την [κλασική - Κ.Σ.] πολιτική οικονομία» (ό.π., σελ. 554).
 5. Μεθοδολογικό επίμετρο 
Στην Εισαγωγήτων Grundrisseτου 1857, ο Μαρξ περιγράφει την μεθοδολογία της πολιτικής οικονομίας «ως άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο». Το αφηρημένο, ως προϋπόθεση αυτής της «ανόδου στο συγκεκριμένο», δεν είναι, όμως, κάτι που προϋπάρχει ως «Λόγος», αλλά το αποτέλεσμα ανάλυσης του «πραγματικού και συγκεκριμένου, της πραγματικής προϋπόθεσης». Η ανάλυση του πραγματικού και συγκεκριμένου αποτελεί λοιπόν την αφετηρία, η οποία όμως, καίτοι αναγκαία, δεν συνιστά την καθεαυτό επιστημονική διαδικασία, αλλά μάλλον συνοψίζει την «προϊστορία», δηλαδή την προ-θεωρητική διαδικασία δημιουργίας των όρων συγκρότησης της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. «Αν άρχιζα --λέει ο Μαρξ-- με τον πληθυσμό, [ως αφετηριακό συγκεκριμένο - Κ.Σ.] αυτό θα ήταν μια χαοτική παράσταση του όλου, και ο ακριβέστερος προσδιορισμός θα με οδηγούσε αναλυτικά σε ολοένα πιο απλές έννοιες· από τη συγκεκριμένη παράσταση σε ολοένα πιο ισχνές αφαιρέσεις, μέχρι να φθάσω στους απλούστερους προσδιορισμούς. Από κει θα ΄πρεπε τώρα να ξαναρχίσω το ταξίδι αντίστροφα, ώσπου να φθάσω επιτέλους πάλι στον πληθυσμό, αυτή τη φορά όμως όχι σαν χαοτική παράσταση ενός όλου, αλλά σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων. Ο πρώτος δρόμος είναι αυτός που η πολιτική οικονομία ακολούθησε ιστορικά στη γένεσή της. Οι οικονομολόγοι του 17ου αιώνα, για παράδειγμα, αρχίζουν πάντοτε με το ζωντανό όλο -- με τον πληθυσμό, το έθνος, το κράτος, τα περισσότερα κράτη κλπ. Από τη στιγμή που αυτά τα ξεχωριστά συνθετικά στοιχεία λίγο-πολύ εντοπίστηκαν και απομονώθηκαν, με την αφαίρεση, άρχισαν τα οικονομικά συστήματα, που από το απλό --όπως εργασία, καταμερισμός της εργασίας, ανάγκη, ανταλλακτική αξία-- υψώνονται ως το κράτος, τη διεθνή ανταλλαγή, και την παγκόσμια αγορά. Αυτή η δεύτερη είναι ολοφάνερα η επιστημονικά σωστή μέθοδος. Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι συνόψιση πολλών προσδιορισμών, άρα ενότητα του πολλαπλού. Γι' αυτό στη σκέψη εμφανίζεται σαν διαδικασία συνόψισης, σαν αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία· παρόλο που αποτελεί την πραγματική αφετηρία, άρα και την αφετηρία της αντίληψης και της παράστασης. Στην πρώτη πορεία η ολοκληρωμένη παράσταση εξαϋλώθηκε σε αφηρημένο προσδιορισμό· στη δεύτερη, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου με τη σκέψη.» (Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Εκδ. Στοχαστής, 1989, τόμος Α΄, σελ. 66).
Ως αναγκαία «προϊστορία» της διαδικασίας συγκρότησης των επιστημονικών εννοιών, ο Μαρξ ξεκινάει > τη διερεύνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο Κεφάλαιο<Π από το εμπόρευμα, όχι όμως ως την πιο απλή αφηρημένη έννοια, αλλά ως το απλούστερο οικονομικό συγκεκριμένο: «Εξαρχής δεν εκκινώ από έννοιες, άρα ούτε από την "έννοια της αξίας", και ως εκ τούτου ούτε έχω επίσης κατά κανένα τρόπο να  "διαιρέσω" αυτή την έννοια. Αυτό, από το οποίο εκκινώ, είναι η απλούστερη οικονομική μορφή, στην οποία παρουσιάζεται το προϊόν της εργασίας στην τωρινή κοινωνία, και αυτό είναι το "εμπόρευμα". Αυτό αναλύω, και μάλιστα πρώτα στη μορφή, στην οποία εμφανίζεται». (Κ. Μαρξ, Μαργκινάλιαστο "Εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας" του Αdolph Wagner, εκδ. Κριτική, 1993, σελ. 29). Με αφετηρία το εμπόρευμα ο Μαρξ κινείται αρχικά αναλυτικά, όπως προαναγγέλλει στην Εισαγωγήτου Grundrisse: μέσω ανάλυσης οδηγείται σε ολοένα απλούστερους προσδιορισμούς· «κατά την ανάλυση του εμπορεύματος δεν παραμένω στο διττό τρόπο, με τον οποίο παρουσιάζεται το εμπόρευμα, αλλά προχωρώ αμέσως παραπέρα στο ότι σ' αυτό το διττό είναι του εμπορεύματος παρουσιάζεται ο διττός χαρακτήρας της εργασίας» (ό.π., σελ. 32).
Στην πραγματικότητα η θεωρητική κίνηση στο Κεφάλαιο είναι διαδοχή αναλύσεων και συνθέσεων όπου, με αφετηρία το ιστορικό συγκεκριμένο, φθάνει σ' ένα νέο θεωρητικό-εννοιακό συγκεκριμένο με πλουσιότερους και καθαρότερους προσδιορισμούς, που και αυτό, με τη σειρά του, θα συστήσει τη βάση για την περαιτέρω πορεία της επιστημονικής διαδικασίας.

Πράγματι, όσον αφορά τη διαπραγμάτευση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη στο Κεφάλαιο,μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη σύζευξη ανάλυσης και σύνθεσης. Αφού, μέσω της ανάλυσης, ο Μαρξ από το εμπόρευμα φθάσει στον διττό χαρακτήρα της εργασίας, κατόπιν, συσχετίζοντας και την ανταλλαγή της με χρήμα, οδηγείται συνθετικά μέχρι τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, δηλαδή συγκροτεί ένα νέο εννοιακό συγκεκριμένο, μια πιο «πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών», που συνιστά τη λύση του προβλήματος: «πώς μέσω ανταλλαγής ισοδυνάμων δημιουργείται το κεφάλαιο;» Αλλά και στη διερεύνηση της «μορφής της αξίας», ο Μαρξ, αρχίζοντας από το συγκεκριμένο, από το εμπόρευμα, φθάνει στην αξία η οποία περαιτέρω αναλύεται σε  «εργασία γενικά» ή αφηρημένη εργασία και κατόπιν επιστρέφει πάλι στην ανταλλακτική αξία, τώρα όμως ως μορφή της αξίας, δηλαδή εμπλουτισμένη με νέους προσδιορισμούς, και τέλος φθάνει στο χρήμα ως συμπύκνωση ακόμη περισσότερων προσδιορισμών.

Αθήνα, Μάρτιος 1997

[1] Η προϋπόθεση της ανταλλαγής ισοδυνάμων που θέτει ο Μαρξ προκειμένου να εξηγήσει τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο δεν στοχεύει μόνο στον αποκλεισμό ad hoc εξηγήσεων -όπως π.χ. είναι η παρέκκλιση των τιμών των εμπορευμάτων από τις αξίες των εμπορευμάτων- αλλά έχει ιδιαίτερη μεθοδολογική, σημασία γιατί μόνο έτσι μπορούμε «να ΄χουμε μπροστά μας καθαρό το φαινόμενο της δημιουργίας του κεφαλαίου πάνω στη βάση της ανταλλαγής εμπορευμάτων και να μη μπερδευόμαστε στην εξέτασή του από ενοχλητικά δευτερεύοντα περιστατικά που είναι ξένα προς την καθαυτό πορεία του φαινομένου» (ό.π., σελ. 179).

[2] Στη θέση της "εργατικής δύναμης" της ελληνικής μετάφρασης του Κεφαλαίου χρησιμοποιούμε τον περισσότερο δόκιμο στην ελληνική μαρξιστική βιβλιογραφία όρο  "εργασιακή δύναμη".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου